ντερβέναγας

ντερβέναγας
ο
βλ. δερβέναγας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ντερβέναγας — ο βλ. δερβέναγας …   Dictionary of Greek

  • δερβέναγας — και ντερβέναγας, ο 1. αρχηγός σώματος ενόπλων, οι οποίοι επί Τουρκοκρατίας φρουρούσαν τους δημόσιους δρόμους και κυρίως τις διόδους στα βουνά 2. άνθρωπος βίαιος και τυραννικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. derbentağasi] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”